- ψοφοδιψώ
- (α) αμετ. очень хотеть пить, умирать от жажды
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψοφοδιψώ — και ασυναίρ. τ. ψοφοδιψάω Ν διψώ πολύ, πεθαίνω από τη δίψα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψόφος (ΙΙ) + διψώ] … Dictionary of Greek